ΕΠΙΔΗΜΙOΛΟΓΙΑ
Ο επιπολασμός του OB στον γενικό πληθυσμό κυμαίνεται μεταξύ 1.5%- 6.5% και στα άτομα που πάσχουν από νόσο της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης (ΓΟΠΝ) μεταξύ 3%-5%. Η μέση ηλικία διάγνωσης είναι τα 55 έτη. Παράγοντες κίνδυνου είναι το άρρεν φύλο, η λευκή φυλή, το κάπνισμα, η παχυσαρκία (κυρίως κεντρικής κατανομής), η μεγάλη διάρκεια της ΓΟΠΝ και η παρουσία διαφραγματοκήλης. Αντίθετα η χρήση ασπιρίνης και μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών ασκούν προστατευτικό ρόλο. Τέλος, έχει παρατηρηθεί ότι η λοίμωξη με ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού συσχετίζεται αρνητικά με την εμφάνιση ΟΒ.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Για την διάγνωση του ΟΒ είναι απαραίτητη η ενδοσκόπηση και η λήψη βιοψιών. Κατά την οισοφαγογαστροδωδεκαδακτυλοσκόπηση (ΟΓΔ) διακρίνεται το κυλινδρικό επιθήλιο το οποίο είναι εξερυθρο και βελούδινο και ξεχωρίζει από τον φυσιολογικό βλεννογόνο του οισοφάγου ο οποίος είναι ωχρός και λείος. Στην παθολογοανατομική εξέταση απαραίτητο στοιχείο για την εδραίωση της διάγνωσης είναι η ανεύρεση εντερικής μεταπλασίας.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ
Δεν υπάρχουν ειδικά συμπτώματα που να αποδίδονται στον ΟΒ. Συνήθως οι ασθενείς παρουσιάζονται με συμπτώματα της ΓΟΠΝ (οπισθοστερνικός καύσος ή/ Ο ισοφάγος Barrett 7 Ευεξία & Διατροφή Τάσος Καρλάφτης, Ειδικευόμενος Γαστρεντερολογίας και αναγωγές). Η σοβαρότητα αυτών των συμπτωμάτων δε φαίνεται να συσχετίζεται με τον χρόνο εμφάνισης του καθώς και με την εξέλιξη της νόσου. Επίσης, οι ασθενείς μπορεί να εμφανιστούν με επιπλοκές της ΓΟΠΝ όπως οισοφαγίτιδα, στενώσεις και έλκη του οισοφάγου.
ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ
Εφόσον γίνει η διάγνωση της νόσου οι ασθενείς επιβάλλεται να υποβάλλονται σε ΟΓΔ με παράλληλη λήψη βιοψιών ανά τακτά χρονικά διαστήματα, τα οποία καθορίζονται από τα αποτελέσματα των ιστολογικών εξετάσεων. Ασθενείς που δεν εμφανίζουν σημεία δυσπλασίας, τον πρώτο χρόνο υποβάλλονται σε δυο συνεχόμενες ΟΓΔ και αν αυτές είναι φυσιολογικές επαναλαμβάνεται η ΟΓΔ ανά τρία έτη. Σε περίπτωση χαμηλόβαθμης δυσπλασίας γίνεται μια επαναληπτική εξέταση σε έξι μήνες και στην συνέχεια κάθε χρόνο μέχρι να εκλείψουν τα στοιχεία της δυσπλασίας σε δυο συνεχόμενες συνεδρίες. Αν ανευρεθεί υψηλόβαθμη δυσπλασία γίνεται αφαίρεση του πάσχοντος τμήματος με ενδοσκοπική ή χειρουργική μέθοδο ή αν αυτό δεν είναι εφικτό ο ασθενής παρακολουθείται ενδοσκοπικά κάθε τρεις μήνες.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Σημαντική θεραπευτική παρέμβαση για την αναστολή της εξελίξεως της νόσου θεωρείται η χορήγηση αναστολέων αντλίας πρωτονίων (ΑΑΠ). Τα φάρμακα αυτά καταστέλλουν το παραγόμενο οξύ του στομάχου μειώνοντας έτσι την οξύτητα του παλινδρομούντος υγρού που πιθανώς συμβάλλει στην παθογένεια της νόσου και στην καρκινογένεση. Η ποσότητα της χορηγούμενης δόσης δεν έχει αποσαφηνιστεί. Αντικειμενικός στόχος είναι η επούλωση της τυχόν οισοφαγίτιδας και η ύφεση των συμπτωμάτων της ΓΟΠΝ. Χορηγούνται τόσο σε ασθενείς χωρίς στοιχεία δυσπλασίας που δε θα υποβληθούν σε καμία επέμβαση όσο και σε εκείνους που θα επιχειρηθεί θεραπεία της υποκείμενης δυσπλασίας. Οι διαθέσιμες επεμβατικές μέθοδοι χωρίζονται στις χειρουργικές και στις ενδοσκοπικές. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει η οισοφαγεκτομή η οποία θεωρείται η μέθοδος εκλογής για την οριστική θεραπεία. Παρόλα αυτά η επέμβαση έχει πολύ υψηλό ποσοστό θνησιμότητας (20%) ενώ 30%-50% των χειρουργημένων θα εμφανίσουν σοβαρές μετεγχειρητικές επιπλοκές όπως έμφραγμα του μυοκαρδίου, πνευμονία και επιμόλυνση του τραύματος. Γι αυτούς τους λόγους η οισοφαγεκτομή γίνεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ασθενών με υψηλόβαθμη δυσπλασία. Οι ενδοσκοπικές μέθοδοι χωρίζονται σε εκείνες που έχουν ως βάση τον καυτηριασμό του παθολογικού βλεννογόνου με θερμική (αφαίρεση με ραδιοσυχνότητες-RFA) ή φωτοχημική ενέργεια (φωτοδυναμική θεραπεία) και σε εκείνες που διενεργείται βλεννογονεκτομή. Σκοπός των ενδοσκοπικών μεθόδων είναι σε πρώτη φάση η αφαίρεση του παθολογικού βλεννογόνου και στη συνέχεια η σταδιακή αποκατάσταση του από φυσιολογικό επιθήλιο. Αν και έχουν παρόμοια αποτελεσματικότητα η βλεννογονεκτομή παρέχει την δυνατότητα, μέσω της παθολογοανατομικής εξέτασης του αφαιρεθέντος ιστού, καλύτερης σταδιοποίησης της νόσου και αποτελεί την μέθοδο εκλογής όταν ενδοσκοπικά εμφανίζονται ανώμαλες βλεννογονικές περιοχές. Τελευταία εφαρμόζεται ο συνδυασμός βλεννογονεκτομής και RFA με καλύτερα ποσοστά ίασης. Αν και ο ρόλος των ενδοσκοπικών μεθόδων είναι αμφιλεγόμενος στην χαμηλόβαθμη δυσπλασία, σε ασθενείς με υψηλόβαθμη δυσπλασία εφαρμόζονται με πολύ καλά αποτελέσματα.